- σύμπλεκτος
- σύμ-πλεκτος, zusammengeflochten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σύμπλεκτος — ον, Α [συμπλέκω] 1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ) 2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
σύμπλεκτον — σύμπλεκτος plaited masc/fem acc sg σύμπλεκτος plaited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)